- καινίζω
- καινίζω (Α) [καινός]1. κάνω κάτι νέο ή έχω κάτι ασυνήθιστο, παράξενο («καί τι καινίζει στέγη» — το σπίτι φαίνεται να έχει κάτι παράξενο, Σοφ.)2. δοκιμάζω κάτι καινούργιο («καίνισον ζυγόν», Αισχύλ.)3. μεταχειρίζομαι κάτι για πρώτη φορά («μέμνησο ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισαν» — να θυμάσαι το δίχτυ, πώς τό μεταχειρίστηκαν για σένα για πρώτη φορά, Αισχύλ.)4. επιγρ. νεωτερίζω5. επιγρ. (για πόλεις) ανακαινίζω6. φρ. «καινίζω εὐχάς» — κάνω νέες, παράδοξες ευχές (Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.